- ὁμοφωνῶ
- ὁμοφωνέωspeak the same language withpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὁμοφωνέωspeak the same language withpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοφωνώ — (ΑΜ ὁμοφωνῶ, έω) [ομόφωνος] νεοελλ. έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμος μσν. αρχ. ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον αρχ. 1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῑ ταῑς κτητικαῑς», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
ὁμοφώνῳ — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφωνώ — μονοφωνῶ, έω (Μ) [μονόφωνος] 1. έχω ή εκπέμπω μία μόνο φωνή, έναν ήχο, είμαι μονόφωνος 2. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ, ομοφωνώ … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek